- εκρωσισμός
- ο русификация
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκρωσισμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκρωσίζω … Dictionary of Greek
εκρωσισμός — ο η μεταβολή σε ρωσικό ή σε Ρώσο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)